Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Οι πόλεμοι του αύριο

Κατά τη διάρκεια της φοίτησης μου στην Ανωτάτη Διακλαδική Σχολή Πολέμου εκπόνησα μία εργασία για τους πολέμους του αύριο και πως αυτοί θα επηρεάσουν την αμυντική ικανότητα της Ελλάδας. Το θέμα είναι ασφαλώς πολύ μεγάλο και επιδέχεται πολύ συζήτηση, για αυτό και αποφάσισα να το αναρτήσω σε "τεύχη" - ουσιαστικά ανά ενότητα- με την ελπίδα ότι θα προβληματίσει και θα δημιουργήσει χώρο για συζήτηση. 
Σήμερα δημοσιεύω το πρώτο μέρος που είναι ουσιαστικά η εισαγωγή. 

Οι πόλεμοι του αύριο. Ανάλυση των πολεμικών αντιπαραθέσεων που αναμένεται να κυριαρχήσουν στο παγκόσμιο πεδίο, βάσει της πιθανής εξέλιξης των οπλικών συστημάτων καθώς και των οικονομικών κοινωνικών παραμέτρων και εξέταση του τρόπου που αυτές θα επηρεάσουν την αμυντική ικανότητα χωρών όπως η Ελλάδα


ΕΙΣΑΓΩΓΗ


   Η αμυντική ικανότητα ενός κράτους διαμορφώνεται στο πλαίσιο της Υψηλής Στρατηγικής και του Αμυντικού Σχεδιασμού λαμβάνοντας υπόψη την αξιολόγηση - εκτίμηση της υφιστάμενης και της μελλοντικής απειλής. Στο πεδίο της Υψηλής Στρατηγικής, η ικανότητα μιας χώρας να αμυνθεί επηρεάζεται από τις σχέσεις της με τους άλλους δρώντες στο Διεθνές Σύστημα και ενισχύεται με τις συνεργασίες – συμμαχίες, ενώ αποδυναμώνεται όταν το κράτος αδυνατεί να συνδυάσει τα συμφέροντα του με το διεθνές κατεστημένο όπως αυτό εκφράζεται κάθε φορά από την κατανομή ισχύος τόσο στο εγγύς όσο και στο παγκόσμιο περιβάλλον. Στο πεδίο του Αμυντικού Σχεδιασμού, που συνδέει θεσμικά τις επιδιώξεις της Υψηλής Στρατηγικής μέσω του Στρατηγικού Δόγματος, επιδιώκεται ο σε βάθος χρόνου σχεδιασμός του τρόπου λειτουργίας και των δυνατοτήτων των Ενόπλων Δυνάμεων. Το προϊόν αυτής της διαδικασίας προδιαγράφει την Δομή Δυνάμεων και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δέσμευση σημαντικών πόρων για την προμήθεια, αναβάθμιση και συντήρηση οπλικών συστημάτων, μέσων και υλικών. Είναι επομένως ευνόητο ότι η εκτίμηση για την μελλοντική απειλή και τον μελλοντικό χαρακτήρα των συγκρούσεων, οφείλει να είναι ρεαλιστική και ορθολογική.

   Ωστόσο, οι πολεμικές αντιπαραθέσεις είναι δύσκολο να προβλεφτούν με ακρίβεια. Τα αίτια του πολέμου απέχουν πολύ από τους νόμους της φύσης και παρότι έχουν μελετηθεί εκτενώς από την αρχαιότητα έως σήμερα, δεν έχει υπάρξει μια επιστημονική μέθοδος προσδιορισμού με ικανοποιητική ακρίβεια της πιθανότητας ενδεχόμενης σύγκρουσης. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται υιοθετώντας μια αφαιρετική προσέγγιση στον Αμυντικό Σχεδιασμό που αποσκοπεί στην επίτευξη της σωστής ισορροπίας μεταξύ διατιθέμενων πόρων, ΠολιτικήςΕθνικής Άμυνας και πιθανότερων απειλών. Συχνά αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επιδιώκεται μια ισορροπημένη εξέλιξη της αμυντικής ικανότητας κατά τρόπον ώστε να καλύπτει ένα ευρύ φάσμα απειλών και να διατηρεί ένα ελάχιστο βαθμό ευελιξίας που θα επιτρέψει την ταχεία προσαρμογή του συστήματος για την αντιμετώπιση απειλών που δεν έχουν προβλεφθεί.

   Η ανωτέρω διαδικασία τα τελευταία χρόνια συναντά δύο σημαντικά προβλήματα. Η οικονομική κρίση έχει περιορίσει τη δυνατότητα μίας εκ του ασφαλούς προσέγγισης των προμηθειών, δηλαδή τη βελτίωση της αμυντικής ικανότητας σε όλους τους τομείς, κάτι που σημαίνει ότι μια λάθος επιλογή σήμερα, εξαιτίας της υιοθέτησης λανθασμένης εκτίμησης, θα δημιουργήσει σε βάθος χρόνου δυσεπίλυτα επιχειρησιακά προβλήματα. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από τις συνεχείς μεταλλάξεις του χαρακτήρα των συγκρούσεων που τα τελευταία χρόνια έχει παράξει απροσδόκητο αριθμό διαφοροποιήσεων.

   Αυτό το τελευταίο, η διεύρυνση του φάσματος της φύσης και του χαρακτήρα των συγκρούσεων, είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για τον επιτελή που καλείται να εκτιμήσει τις πολεμικές αναμετρήσεις που θα κυριαρχήσουν στο παγκόσμιο πεδίο και θα επηρεάσουν την Ελλάδα. Στο παρελθόν οι απειλές που αντιμετώπιζε η Ελλάδα ήταν περιορισμένες, συμβατικές και η επίδρασή τους, σε μεγάλο βαθμό, προβλέψιμη. Σήμερα, η άνευ προηγουμένου διασύνδεση και σε πολλές περιπτώσεις αλληλεξάρτηση των κρατών σε συνδυασμό με την ανάδυση νέων μορφών πολέμου (π.χ. κυβερνοπόλεμος), την έξαρση της τρομοκρατίας και του αναθεωρητικού φονταμενταλισμού, περιπλέκει σημαντικά την όποια εκτίμηση.

   Σε αυτό το πολύπλοκο περιβάλλον πολυσχιδών απειλών, η προσέγγιση που δύναται να αποφέρει τα πλέον ουσιώδη αποτελέσματα, ήτοι χρήσιμα για την αξιολόγηση της επίδρασης των πιθανών συγκρούσεων στην αμυντική ικανότητα της Ελλάδας, είναι αυτή που συνδυάζει τα αίτια πολέμου που αναμένεται να έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα στον 21ο αιώνα με τις εξελίξεις στην τεχνολογία που αποτελεί συστατικό στοιχείο κάθε πολέμου και καθοριστικός παράγων της αμυντικής ικανότητας ενός κράτους. Αυτή είναι και η μέθοδος που ακολουθήθηκε για τη σύνταξη αυτής της διατριβής. Επιπρόσθετα, για την περαιτέρω βελτίωση της χρηστικότητας του κειμένου, επιλέχτηκε η πρόβλεψη των πολεμικών αναμετρήσεων που θα απασχολήσουν τον πλανήτη να περιλαμβάνει και να υποστηρίζεται σε συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

   Με τη χρήση προϋποθέσεων, επιτυγχάνονται δύο ουσιώδεις αντικειμενικοί σκοποί: η πρόβλεψη διαχωρίζεται από την προφητεία καθώς η προσθήκη της αναγκαίας συνθήκης, του παρατηρήσιμου φαινομένου, προσδίδει επιστημονική βαρύτητα ανάλογη των προτύπων των φυσικών επιστημών και δεύτερον, οι προϋποθέσεις μπορούν εύκολα να αξιοποιηθούν ως ενδείκτες ή για την εξαγωγή ενδεικτών προειδοποίησης για επερχόμενη σύγκρουση, κάτι που έχει προφανή χρησιμότητα για τη διαδικασία αξιολόγησης καταστάσεων σε ένα επιτελείο.

  Με γνώμονα τα ανωτέρω, συγκεντρώθηκε και σταχυολογήθηκε υλικό που περιλαμβάνει συγγραφικό έργο και αρθρογραφία για τους πολέμους του αύριο. Αυτό εν συνεχεία αξιολογήθηκε ως προς την επίδραση που δύναται να έχουν στην αμυντική ικανότητα της Ελλάδας οι εκάστοτε από τις προκρινόμενες συγκρούσεις και αφού καθορίστηκαν αυτές που έχουν σχετικό ενδιαφέρον, αναζητήθηκαν οι προϋποθέσεις για την επιβεβαίωση της εκτίμησης. Τα αποτελέσματα της έρευνας επιλέχθηκε να κατηγοριοποιηθούν σε ενότητες με βάση το κράτος που αναμένεται να είναι στο επίκεντρο της σύγκρουσης.

Η ανάλυση κάθε σύγκρουσης ολοκληρώνεται με την εκτίμηση για τις επιπτώσεις της στην αμυντική ικανότητα της Ελλάδας. Αυτές εξετάζονται στη βάση των τεσσάρων πυλώνων της Αμυντικής Ικανότητας ενός κράτους: Δομή Δυνάμεων, Τεχνολογία, Ετοιμότητα και Ικανότητα διατήρησης δυνάμεων (RAND 2005). Η Δομή Δυνάμεων και η Τεχνολογία περιλαμβάνουν τα ποσοτικά δεδομένα και την οργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων καθώς και τον βαθμό που ενσωματώνουν τη σύγχρονη τεχνολογία τόσο στη λειτουργία τους, όσο και στον εξοπλισμό τους, Η Ετοιμότητα και Ικανότητα διατήρησης δυνάμεων αφορά στην ικανότητα των Διοικητών να εκτελέσουν την αποστολή τους όπως αυτή σχεδιάστηκε αλλά και το σύνολο εκείνων των δυνατοτήτων που επιτρέπουν στις Ε.Δ. να διατηρούν το αναγκαίο για την εκτέλεση του έργου τους, επίπεδο διαθεσιμότητας μέσων και υλικών. Τέλος, σε συνδυασμό με τα ανωτέρω στρατιωτικής φύσης κριτήρια, εξετάζεται και η επίδραση των συγκρούσεων στο επίπεδο της Υψηλής Στρατηγικής και κυρίως στις επιπτώσεις που η κάθε πολεμική αναμέτρηση ενέχει για το ΝΑΤΟ, την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και τις διμερείς συμφωνίες συνεργασίας της Ελλάδας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου