CHINA - ΚΙΝΑ

2. ΚΙΝΑ

   Μάρτιος 1996, το αμερικανικό αεροπλανοφόρο USS NIMITZ, μαζί με συνοδά πλοία, διαπλέει τα στενά της Ταιβάν στο πλαίσιο της προσπάθειας των ΗΠΑ να αποκλιμακώσουν την κρίση που ξέσπασε ένα χρόνο νωρίτερα μεταξύ Κίνας και Ταιβάν. Η επίδειξη δύναμης έχει αποτέλεσμα καθώς η ηγεσία της Κίνας, αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει καμία δυνατότητα να εμποδίσει την παρουσία του αμερικανικού ναυτικού ανοιχτά των ακτών της. Το σοκ που υπέστη εκείνη την ημέρα η ηγεσία της Κίνας, αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα μιας νέας εποχής.
   Στα χρόνια που ακολούθησαν η πολιτική ηγεσία της Κίνας έδωσε έμφαση σε δύο κυρίως τομείς : στρατιωτική ισχύς και οικονομία. Ιδιαίτερα μετά το 2002, η λεγόμενη 4η Γενιά Ηγεσίας[1], έδωσε το στίγμα αυτής της μετεξέλιξης χρησιμοποιώντας τον όρο «Ειρηνική Άνοδος». Αυτή η Στρατηγική, σύμφωνα πάντα με τις επίσημες πηγές της Κίνας, συνίσταται στην προώθηση των συμφερόντων της Κίνας με τη χρήση SOFT POWER, την αναβάθμιση της εικόνας της στο διεθνές πεδίο και τη διασκέδαση των ανησυχιών για την «Κινεζική απειλή» (The Brookings Institution 2005, 29).     .
   Σε αυτό το πλαίσιο, η Κίνα προχώρησε σε σύναψη συμφωνιών που διευκολύνουν το εμπόριο τόσο με τις γειτονικές χώρες όσο και με τις σπουδαιότερες οικονομίες του πλανήτη. Η οικονομία της σταδιακά μετατράπηκε σε ένα υβρίδιο καπιταλισμού και κουμμουνισμού που συχνά αναφέρεται ως Planned Capitalism, δηλαδή κρατικά ελεγχόμενος καπιταλισμός. Τα αποτέλεσμα είναι ότι η οικονομική της ισχύ πολλαπλασιάστηκε και μαζί με αυτήν αυξήθηκε η επιρροή της στην παγκόσμια οικονομία. Ακόμα περισσότερο αισθητή είναι η επίδραση στις γειτονικές της χώρες που τα τελευταία χρόνια βλέπουν την οικονομία τους να εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από την Κίνα με αποτέλεσμα να μετατρέπονται με σταθερούς ρυθμούς σε οικονομικά προτεκτοράτα.

   Η Κίνα έχει ένα μακρύ ιστορικό αναταραχών στο εσωτερικό της. Μια αναδρομή στην ιστορία της, αποκαλύπτει ότι η χώρα περνάει από περιόδους εξωστρέφειας σε περιόδους εσωστρεφείας και απομονωτισμού με τις μεταβάσεις να χαρακτηρίζονται από βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των συμφερόντων της ενδοχώρας και των παραθαλάσσιων περιοχών. Τα βαθύτερα αίτια αυτών των εναλλαγών εντοπίζονται στην γεωγραφία της περιοχής. Οι παραθαλάσσιες πόλεις επιδιώκουν το εμπόριο και επομένως τις συναλλαγές με το εξωτερικό, ενώ ο πληθυσμός της ενδοχώρας απασχολείται στον αγροτικό τομέα. Στις περιόδους εξωστρέφειας, οι παραθαλάσσιες περιοχές πλουτίζουν και διευρύνουν την εισοδηματική ψαλίδα με την ενδοχώρα που παραμένει σε μια στάσιμη και ευάλωτη στους παράγοντες της φύσης κατάσταση λόγω της εξάρτησης της από την αγροτική παραγωγή. Το αποτέλεσμα όμως δεν περιορίζεται στην οικονομική διάσταση αλλά δημιουργεί και πολιτικά δεδομένα καθώς - όπως είναι επόμενο - οι έμποροι στηρίζουν μια φιλελεύθερη πολιτική ενώ ο πληθυσμός της ενδοχώρας, όντας πιο ευάλωτος, απαιτεί την κρατική παρέμβαση και την ένταση των κοινωνικών παρεμβάσεων για την αναδιανομή των εισοδημάτων.
   Η τελευταία φορά που αυτός ο κύκλος της κινεζικής ιστορίας πέρασε από το σημείο μηδέν, ήταν το 1949. Ήταν η εποχή που οι παραθαλάσσιες περιοχές είχαν διευρύνει τόσο πολύ την ψαλίδα που λειτουργούσαν σχεδόν αυτόνομα από την κεντρική κυβέρνηση και αρκετές περιοχές παρουσίαζαν φυγόκεντρες τάσεις ανεξαρτητοποίησης ή ακόμα και προσχώρησης στην επικράτεια της Μεγάλης Βρετανίας (ΜΒ). Η κατάσταση αυτή ουσιαστικά δημιουργούσε ένα καθεστώς ακυβερνησίας στη χώρα που επιτάθηκε από τον Β’ΠΠ (Friedman 2009). Τότε ο Μάο Τσε Τουνγκ, επιχείρησε να έρθει σε συνεννόηση με τις αρχές των παραλιακών πόλεων όπως η Σαγκάη και όταν απέτυχε, στράφηκε προς την ενδοχώρα, ξεσήκωσε τα εκατομμύρια των φτωχών αγροτών και με όχημα αυτό που ονόμασε Πολιτιστική Επανάσταση, επανένωσε βίαια την Κίνα και την οδήγησε σε μια περίοδο απομονωτισμού (και μαζικής φτώχειας) που κράτησε μέχρι τον θάνατο του το 1976. Οι διάδοχοι του άρχισαν τη νέα περίοδο εξωστρέφειας που έχει φέρει την Κίνα στην σημερινή οικονομική κατάσταση.
   Το σημερινό καθεστώς της Κίνας στηρίζεται σε τρεις πυλώνες. Ο πρώτος είναι το τεράστιο γραφειοκρατικό κράτος που ελέγχει όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας των πολιτών και είναι συνυφασμένο με το Κουμμουνιστικό Κόμμα. Ο δεύτερος είναι ο Στρατός που επιβάλει την θέλησή του Κόμματος. Ο τρίτος είναι οι ιδεολογικές αρχές του Κουμουνιστικού Κόμματος ( ισότητα, αυταπάρνηση και η κυβέρνηση στην υπηρεσία του λαού (Zedong 1935)) που λειτουργούν στο ηθικό πεδίο και παρέχουν το ιδεολογικό αφήγημα για την νομιμοποίηση της εξουσίας.
Με βάση το ιστορικό προηγούμενο και την πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη του Κινεζικού εμπορίου, καθίσταται προφανές ότι το αδύναμο σημείο του οικοδομήματος είναι το ιδεολογικό. Η νεοφυής αστική τάξη της Κίνας, κατά τα πρότυπα των Δυτικών κοινωνιών, διεκδικεί την περαιτέρω φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και μοιραία στα επόμενα χρόνια, θα διεκδικήσει και μερίδιο της εξουσίας. Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να αποτελέσει αφορμή για νέα εσωστρέφεια εφόσον η αστική τάξη δεν καταφέρει να διεισδύσει στον κομματικό μηχανισμό. Ωστόσο το σημείο καμπής που θα κρίνει αν η Κίνα θα μετεξελιχθεί σε υπερδύναμη στην περιοχή είναι η αντίδραση του συστήματος όταν –μοιραία- η περίοδος της ραγδαίας ανάπτυξης θα παύσει και οι μεγάλες μάζες του εργατικού δυναμικού στις πόλεις αλλά και οι εξαρτώμενοι από το κράτος αγρότες, δουν το βιοτικό τους επίπεδο, να καταρρέει υπό το βάρος μίας οικονομικής κρίσης. Την έκβαση αυτής της κατάστασης που μπορεί να οδηγήσει σε εσωτερική σύγκρουση αλλά δεν αποκλείεται να γίνει αφορμή για εξωτερίκευση της κρίσης, θα την καθορίσει ο στρατός.

Ένοπλες Δυνάμεις

   Οι επίσημες πηγές του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (Λ.Α.Σ.), όπως είναι η επίσημη ονομασία των Ε.Δ. της Κίνας, αναφέρουν ότι ο Στρατηγικός Στόχος του ΛΑΣ είναι η «διασφάλιση της Εθνικής κυριαρχίας, της Εθνικής Ασφάλειας, της Εδαφικής Ακεραιότητας και να υποστηρίζει την ειρηνική ανάπτυξη της Κίνας» (YOUZHI 2005, 18-24). Ωστόσο, από την οργάνωση και λειτουργία του ΛΑΣ και ιδιαίτερα από την απόλυτη εξάρτηση και τον πλήρη έλεγχο που ασκεί σε αυτόν το Κόμμα, γίνεται φανερό ότι οι Ε.Δ. της Κίνας έχουν μία κύρια αποστολή: τη διατήρηση του Κουμμουνιστικού Κόμματος στην εξουσία. Κάθε άλλο έργο είναι υποβοηθητικό της κύριας αποστολής και αυτό είναι μια σημαντική παράμετρος στην αξιολόγηση του κινδύνου η Κίνα να προκαλέσει μια πολεμική αναμέτρηση με τα γειτονικά της κράτη ή ακόμα και με τις ΗΠΑ.
   Οι δυνατότητες του Λ.Α.Σ., ενισχύθηκαν και συνεχίζουν να ενισχύονται σημαντικά τα τελευταία είκοσι έτη. Ο αμυντικός προϋπολογισμός της Κίνας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, εκτοξεύθηκε από τα 8 δις $ το 1996 στα 146 δις το 2015. Ο αντίστοιχος προϋπολογισμός των ΗΠΑ κινείται λίγο κάτω από τα 600 δις $, παρόλα αυτά αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι, αν συνεχιστεί η μεταβολή του προϋπολογισμού των δύο κρατών με τους ιδίους ρυθμούς, μετά το 2025 η Κίνα θα αποκτήσει ευθέως ανάλογη στρατιωτική ισχύ με τις ΗΠΑ (CSIS 2016).
   Μετά την κρίση στα στενά της Ταιβάν το 1996, η Κίνα έδωσε έμφαση στο σχέδιο «Σάσουγιαν», ένα επιχειρησιακό σχέδιο το οποίο περιλαμβάνει μια σειρά στρατιωτικών δραστηριοτήτων που οι ΗΠΑ ονομάζουν Anti- Access/ Area Denial (A2/AD). Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι να περιορίσει την ελευθερία κινήσεων των δυνάμεων των ΗΠΑ στην περιοχή της Νότιας Κινεζικής Θάλασσας.

Anti-Access / Area Denial

   «Anti-Access / Area Denial» ονομάζονται όλες αυτές οι ενέργειες που έχουν ως σκοπό να εμποδίσουν την πρόσβαση του αντιπάλου σε ευκολίες και να περιορίσουν τις δυνατότητες διακίνησης υλικών και μέσων σε μια περιοχή. Σε αυτό το πλαίσιο η Κίνα - μεταξύ άλλων - έχει εξοπλίσει τις μονάδες πυροβολικού που βρίσκονται στις ακτές της με περισσότερα από 1100 κινητά συστήματα βαλλιστικών πυραύλων μικρού βεληνεκούς (SRBM) ενώ έχει αυξήσει την εμβέλεια των αντίστοιχων μεσαίου και μεγάλου βεληνεκούς σε 600 έως και 2000 ν.μ.[2]. Σε περίοδο ειρήνης και έντασης, ο στόχος της ανάπτυξης αυτών των δυνατοτήτων είναι να αυξήσει το ρίσκο κάθε επιθετικής σχεδίασης του αντιπάλου σε «υψηλό» ή και «μη αποδεκτό» και με αυτόν τον τρόπο να λειτουργήσει αποτρεπτικά σε κάθε σκέψη επέμβασης των ΗΠΑ στα θέματα της Κίνας. Σε περίοδο εχθροπραξιών αυτά τα όπλα σε συνδυασμό με υποβρύχια, όπλα μαζικής καταστροφής και επιθετικά όπλα με πεδίο δράσης το διάστημα και τον κυβερνοχώρο θα επιχειρήσουν να εμποδίσουν την πρόσβαση των δυνάμεων των ΗΠΑ στη Νότια Κινεζική Θάλασσα (Lt Colonel Michael PFlaherty 2011).

    Η εκτίμηση πολλών αναλυτών είναι ότι με το πλέγμα A2/AD που έχει απλώσει η Κίνα στη Νότια Κινεζική Θάλασσα, δύναται να επιτύχει πλήρη αποτροπή οποιασδήποτε στρατιωτικής παρέμβασης των ΗΠΑ σε μια περιοχή που εκτείνεται έως και 2000 ν.μ. από τις ακτές της (Krepenevich 2010). Με αυτή τη δυναμική και σε πλήρη ευθυγράμμιση με τους Στρατηγικούς Στόχους της Κίνας, ο ΛΑΣ έχει ήδη τη δυνατότητα να διασφαλίσει την Εδαφική ακεραιότητα της χώρας και επιπλέον – με την προσθήκη επιθετικών δυνάμεων όπως αεροπλανοφόρα και Α/Φ STEALTH- να καταφέρει αποφασιστικό πλήγμα στις περισσότερες γειτονικές της Κίνας χώρες.
   Με την ικανότητα του Λ.Α.Σ. να διεξάγει πολεμικές επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή να θεωρείται δεδομένη η απόφαση για πόλεμο επαφίεται στο Κόμμα και όπως είναι αναμενόμενο, η πιθανότητα πολεμικής αναμέτρησης είναι αυξημένη καθώς το μόνο που λείπει είναι η πρόθεση.

Προθέσεις

   Οι προθέσεις της ηγεσίας της Κίνας είναι δύσκολο να εκτιμηθούν. Η δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι όλες οι λειτουργίες του πολιτικού συστήματος συμπεριλαμβανομένης της λήψης απόφασης, σε αντίθεση με τις χώρες της Δύσης, καλύπτονται από ένα πέπλο μυστικότητας και αδιαφάνειας που επιτείνεται από το δεδομένο ότι η κυβέρνηση δεν υπόκειται σε οιονδήποτε έλεγχο, ούτε από άλλη μορφή εξουσίας μηδέ από τον λαό (WANG 2007, 129).
   Η προσθήκη επιθετικών όπλων στο οπλοστάσιο της και το ιστορικό προηγούμενο του Βιετνάμ το 1979[3], προδιαθέτει τον αναλυτή να διαγνώσει την πρόθεση για επεμβατική πολιτική στη περιοχή της Νότιας Κινεζική Θάλασσας, όπου διεκδικεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. Εντούτοις αυτού του είδους οι επεμβάσεις δεν είναι τόσο σημαντικές για το αντικείμενο αυτής της μελέτης όσο η πιθανότητα να επιχειρήσει η Κίνα να ανατρέψει το STATUS QUO με επέμβαση στην Ταιβάν ή με εμπράγματη απειλή στην Ιαπωνία.
   Τα τελευταία χρόνια η Κινεζική κυβέρνηση έχει επαναφέρει δυναμικά στο προσκήνιο διεκδικήσεις στη Νότια Κινεζική Θάλασσα που τη φέρνουν αντιμέτωπη - στο διπλωματικό πεδίο μέχρι στιγμής – μεταξύ άλλων με την Ιαπωνία και την Ταιβάν (Council on Foreign Relations 2017). Η συγκεκριμένη τακτική μπορεί να αποδοθεί στην προσπάθεια της να διασφαλίσει μια ζώνη άμυνας και να προβάλει την ισχύ της τόσο στο εξωτερικό και το εσωτερικό. Η εκτίμηση αυτή υποστηρίζεται και από την αμυντική ανασφάλεια που έχει επικρατήσει στην Κίνα μετά τον «Αιώνα της Ταπείνωσης»[4]. Η ανασφάλεια αυτή, οδήγησε στο παρελθόν (ιδιαίτερα στη περίοδο του Μάο) σε μια αμυντική κουλτούρα και ενδέχεται να είναι και ο κύριος λόγος που η Κίνα, σε μια περίοδο όπου δεν διαφαίνεται καμία ουσιαστική απειλή για τα κυριαρχικά της δικαιώματα, έχει προβεί σε έναν εξοπλιστικό παροξυσμό. Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να ενταχθεί και η μεταστροφή της εξωτερικής πολιτικής της Κίνας προς την κατεύθυνση της αύξησης της οικονομικής αλληλεξάρτησης της υφηλίου με την Κίνα.
   Αν η ανωτέρω υπόθεση είναι σωστή, τότε ο κίνδυνος για πολεμική αναμέτρηση με την Ταιβάν ή την Ιαπωνία, προέρχεται από την ενδεχόμενη υπερβολική αντίδραση του κατεστημένου, μια πιθανότητα που δεν μπορεί να εκτιμηθεί καθώς εξαρτάται καθαρά από τον ανθρώπινο παράγοντα και δεν γνωρίζουμε αρκετά για τον συγκεκριμένο παράγοντα στην Κίνα. Μια άλλη ερμηνεία ωστόσο μπορεί να βασιστεί στην κινεζική παροιμία που προειδοποιεί ότι «Δύο τίγρεις δεν μπορεί να ζουν το ίδιο βουνό». Σε αυτή την εκδοχή, η Κίνα θα επιδιώξει αρχικά τη φινλανδοποίηση - του έτερου Τίγρη - της Ιαπωνίας και στη συνέχεια θα επιχειρήσει να «διευθετήσει» όλες τις εκκρεμότητες (παλιές και νέες) με τους γείτονες της. Η φινλανδοποίηση θα επέλθει με την περαιτέρω εκμετάλλευση της στρατιωτικής ισχύος της και τη διαφαινόμενη αδυναμία ή και απροθυμία των ΗΠΑ να προστατεύσουν ενεργά τον σύμμαχό τους[5]. Οι εκκρεμότητες αφορούν σε κυριαρχικά δικαιώματα επί νήσων αλλά και επί πλουτοπαραγωγικών πηγών. Ο απώτερος σκοπός σε αυτή την περίπτωση είναι η καθιέρωση της ως υπερδύναμη, πράγμα που συνάδει με την ανασφάλεια που προαναφέρθηκε καθώς αυτή θα αμβλυνθεί αν απομακρυνθεί η μοναδική στρατιωτική δύναμη που μπορεί να την απειλήσει στην περιοχή, οι ΗΠΑ[6].

Χαρακτήρας Της Σύγκρουσης

   Η προοπτική της απόλυτης κυριαρχίας της Κίνας στην Νότια Κινεζική Θάλασσα, σίγουρα θα ανησυχήσει τις ΗΠΑ καθώς δεν διακυβεύεται μόνο το κύρος της και η επιρροή της, αλλά και γιατί στην ευρύτερη περιοχή εδρεύουν σημαντικές μονάδες της που θα βρεθούν σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση[7].
   Σε περίπτωση πολέμου με τις ΗΠΑ, η Κίνα δύναται να πραγματοποιήσει προληπτικά χτυπήματα μεγάλης κλίμακας με βαλλιστικά όπλα σε Βάσεις των ΗΠΑ στο Θέατρο Επιχειρήσεων του Ειρηνικού (ΘΕΕ) και να απειλήσει άμεσα τις Ναυτικές Δυνάμεις του εχθρού όταν προσεγγίσουν μέσα από τα 1000 ν.μ. από τις ακτές τις. Επίσης εκτιμάται ότι θα επιφέρει σημαντικό πλήγμα σε καίριες λειτουργίες του Συστήματος C4I των ΗΠΑ, με καταστροφή δορυφόρων [8], ηλεκτρονικό πόλεμο και φυσικά με δράσεις στον κυβερνοχώρο.




   Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω δυνατότητες και τις προεκτάσεις τους, η αντίδραση των ΗΠΑ σε αυτή την πρόκληση εκτιμάται ότι θα προσομοιάζει τον τρόπο αντιμετώπισης αντίστοιχων κρίσεων με τη Ρωσία καθώς οι στρατιωτικές επιχειρήσεις ή μια επέμβαση αντίστοιχη με αυτήν του 1996 στην Ταιβάν, συνεπάγεται πλέον απαγορευτικά υψηλό ρίσκο. Αρχικά θα επιχειρηθεί να ασκηθεί οικονομική πίεση στην Κίνα με τη μορφή ενεργειακού στραγγαλισμού. Η βιομηχανική Κίνα έχει τεράστιες ανάγκες σε πετρέλαιο το οποίο προμηθεύεται κυρίως από θαλάσσιες οδούς που θα επιχειρήσει να ελέγξει το Ναυτικό των ΗΠΑ. Το εγχείρημα αυτό ωστόσο είναι αρκετά δύσκολο καθώς θα απαιτήσει ανάπτυξη δυνάμεων σε ένα τεράστιο γεωγραφικό χώρο από τα Στενά του Μαλάκκα έως την Ινδονησία. Επιπρόσθετα οι ΗΠΑ θα επιβάλλουν εμπάργκο εμπορικών συναλλαγών με την Κίνα και θα προσπαθήσουν να πείσουν και τους συμμάχους τους να ακολουθήσουν. Τα μέτρα αυτά, ακόμα και αν θα έχουν μόνο μερική εφαρμογή, θα προκαλέσουν σημαντική οικονομική πίεση στην Κίνα άλλα και ανάλογη πίεση στις περισσότερες οικονομίες του πλανήτη. Αυτή η οικονομική εξάρτηση που έχει επιτύχει η Κίνα, πιθανώς να αποτελέσει και το σημαντικότερο όπλο σε αυτή τη προσπάθεια πειθαναγκασμού.
   Εφόσον η ανωτέρω προσέγγιση αποτύχει, – πράγμα πολύ πιθανό – οι ΗΠΑ θα βρεθούν προ μεγάλων αποφάσεων. Η μία επιλογή είναι να ακολουθήσουν τη Στρατηγική της Κίνας που όπως φαίνεται επιδιώκει να κλιμακώνει σταδιακά την επιθετικότητα της σε όλους τους τομείς χωρίς να περνάει την ιδεατή γραμμή – το σημείο όπου το ποτήρι θα ξεχειλίσει – που διαχωρίζει την κατάσταση έντασης και περιορισμένων επεισοδίων από την παραδοσιακή πολεμική σύγκρουση. Αυτή η κατάσταση αναφέρεται τα τελευταία χρόνια από αρκετούς αναλυτές ως GRAY ZONE (Γκρίζα Ζώνη) και περιγράφεται ως μια συνεχής αντιπαράθεση που περιλαμβάνει όλες τις μορφές επιχειρήσεων εκτός από ολοκληρωτικό πόλεμο (Mazarr 2015, 4).. Μια τέτοια απόφαση, ενέχει χαμηλότερο ρίσκο αλλά θα λειτουργούσε εκ των πραγμάτων υπέρ του μακροχρόνιου σχεδιασμού της Κίνας να ηγεμονεύσει στην περιοχή.
   Στην περίπτωση που επιλέξουν τη στρατιωτική επέμβαση, η υφήλιος θα έχει την «ευκαιρία» να παρακολουθήσει μια αναμέτρηση πολύ υψηλής τεχνολογίας όπου δύο δυνάμεις θα συγκρούονται από μεγάλες αποστάσεις. Οι εχθροπραξίες θα ξεκινήσουν με χτυπήματα στον κυβερνοχώρο και στο διάστημα (κατάρριψη δορυφόρων). Θα ακολουθήσουν τα βαλλιστικά όπλα της Κίνας με στόχο τις αναπτυγμένες στο ΘΕ της Νότιας Κινεζικής Θάλασσας, δυνάμεις των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ, στη συνέχεια, θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν διαδρόμους διείσδυσης στο Ενοποιημένο Σύστημα Αεράμυνας της Κίνας με βαλλιστικά όπλα, πυραύλους Cruise, UCAV και Α/Φ STEALTH. Σε αυτό το πλαίσιο άλλωστε κινούνται όλες οι μελέτες για το θέμα με τελευταία και χαρακτηριστικότερη τη μελέτη του think – tank CSBA με τίτλο «RESTORING AMERICAN SEAPOWER» που κατατέθηκε το Φεβρουάριο του 2017, και υποστηρίζει ότι αν οι ΗΠΑ δεν δράσουν άμεσα προς την κατεύθυνση της απόκτησης βαλλιστικών όπλων εδάφους - επιφανείας και Μη Επανδρωμένων Οπλισμένων Αεροσκαφών (UCAV) με δυνατότητα απογείωσης από αεροπλανοφόρα και εμβέλεια άνω των 2000 νμ , τότε έως το 2030 θα έχουν χάσει την δυνατότητα να υποστηρίξουν επιθετικές επιχειρήσεις στο Θέατρο του Ειρηνικού για χρονικό διάστημα πέραν ολίγων ημερών (Center for Strategic and Budgetary Assessments 2017).
   Αμφότερες οι προσπάθειες θα έχουν απώλειες και δεν θα επιτύχουν το σκοπό τους σε ικανοποιητικό βαθμό. Αυτός ο πόλεμος θα μετατραπεί γρήγορα σε μια διελκυστίνδα φθοράς. Για τις ΗΠΑ, η εφοδιαστική υποστήριξη αυτών των επιχειρήσεων θα είναι σύμφωνα με τις πλέον συντηρητικές εκτιμήσεις, εφιαλτική (Krepenevich 2010). Για την Κίνα, το στοίχημα θα κριθεί στη διατήρηση της εσωτερικής σταθερότητας που θα διασαλευτεί από τις οικονομικές πιέσεις. Πιθανότατα η σύγκρουση θα τερματιστεί χωρίς να έχει επιτευχθεί κάποιο αποφασιστικό αποτέλεσμα για τις ΗΠΑ και με την Κίνα να έχει ανταλλάξει ένα κομμάτι της οικονομικής της ισχύος με μια αναβαθμισμένη θέση στο διεθνές σύστημα. Αυτό είναι το καλό σενάριο.
   Υφίσταται ωστόσο και ένα εφιαλτικό σενάριο στον πιθανό χαρακτήρα της σύγκρουσης μεταξύ ΗΠΑ – Κίνας. Το 1965 ο Μάο σε μια συζήτηση με τους εκπροσώπους της Palestine Liberation Organization (PLO), για την κατάσταση στη Μ. Ανατολή είχε πει «αυτοί πολεμάνε με τον τρόπο τους και εμείς θα πολεμήσουμε με τον δικό μας». Η φράση αυτή, όπως αναλύθηκε από τον ίδιο, ήταν μια προτροπή σε αυτό που αποκαλείται σήμερα ασύμμετρος πόλεμος. «Αν μπορούμε να νικήσουμε, θα νικήσουμε», συνέχισε, «αν όχι θα τρέξουμε». Η Κίνα είναι μία πυρηνική δύναμη με εθνική διασπορά σε όλον τον πλανήτη. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα, ότι μπροστά στο φάσμα της ήττας, η Κίνα θα χρησιμοποιήσει τακτικά πυρηνικά. Επίσης είναι πιθανό να έχουμε τρομοκρατικά χτυπήματα υποκινούμενα από την Κίνα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου. Τα χτυπήματα αυτά πιθανότατα δεν θα έχουν την πρωτόγονη μορφή των αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών. Θα είναι επιθέσεις στον κυβερνοχώρο με στόχο το «διαιρέσιμο καπιταλιστικό σύστημα που μπορεί να καταστραφεί κομμάτι – κομμάτι» όπως αναφέρει στο ίδιο κείμενο ο Μάο. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ο πιθανότερος στόχος και οι συνέπειες θα είναι σημαντικές για όλη την υφήλιο. Μια στρατηγική που έχει περιγραφεί ως «πόλεμος δίχως όρια».

Επιπτώσεις Στην Αμυντική Ικανότητα Της Ελλάδας

   Οι επιπτώσεις των ανωτέρω σεναρίων σύγκρουσης της Κίνας με τις ΗΠΑ στην αμυντική ικανότητα της Ελλάδας, θα είναι πολύπλευρες λόγω της οικονομικής σχέσης με τις δύο χώρες και της συμμετοχής μας στο ΝΑΤΟ.
    Στο οικονομικό πεδίο, τα δημοσιονομικά δεδομένα της Ελλάδας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, θα παραμείνουν ευάλωτα στο διεθνές περιβάλλον τουλάχιστον μέχρι το 2050 και επομένως κάθε οικονομική κρίση που επηρεάζει τους κύριους εμπορικούς εταίρους μας, θα έχει επιπτώσεις και στην ελληνική οικονομία (International Monetary Fund 2016). Το καθαρό οικονομικό αποτέλεσμα δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί γιατί δεν μπορεί να προβλεφθεί ο βαθμός εξάρτησης μας από την κινεζική και την αμερικανική οικονομία εκείνη την περίοδο και ο τρόπος που οι αγορές θα αντιδράσουν, αυτό που μπορεί όμως να εκτιμηθεί είναι ότι πρόσκαιρα ο αμυντικός προϋπολογισμός θα δεχτεί πιέσεις με τις ανάλογες συνέπειες για τα εξοπλιστικά προγράμματα. Η κατάσταση αυτή ενδέχεται να ανατραπεί αν η αρχική κρίση κλιμακωθεί.
    Η περαιτέρω κλιμάκωση της κρίσης θα έχει ως αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να μετατοπίσουν ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεών τους στον Ειρηνικό εις βάρος του ΝΑΤΟ. Αυτή η πρόθεση άλλωστε έχει εκφραστεί επίσημα από το 2009 όταν ο Μπ. Ομπάμα χρησιμοποίησε τον όρο «Pivot to Asia» για να περιγράψει την μετατόπιση του κέντρου βάρους της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ προς την Ασία (The Foreign Policy Initative 2012). Το 2012 η λέξη «Pivot» αντικαταστάθηκε από την λέξη «Rebalancing» που ερμηνεύεται ως πολιτική ισορροπιών όπου η Κίνα θα μπορεί συνεχίσει να αναπτύσσεται μέχρι το σημείο που αυτή η ενδυνάμωση της δεν αλλάζει το Status Quo. Αυτή η εξέλιξη αν συνδυαστεί με την παρούσα αναθεωρητική πολιτική της Ρωσίας, θα αναγκάσει τα λοιπά κράτη μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν σημαντικά τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς για να διατηρήσουν την δυνατότητα αποτροπής σε ικανοποιητικά επίπεδα. Σε αυτό το κλίμα, η Ελλάδα θα αναγκαστεί και -ενδεχομένως θα διευκολυνθεί - να βελτιώσει την Αμυντική της ικανότητα.
    Τέλος στην απευκταία και απίθανη περίπτωση του πυρηνικού πολέμου και της κατάρρευσης του οικονομικού συστήματος, το μόνο που είναι σίγουρο είναι ότι η αμυντική ικανότητα της Ελλάδας θα δοκιμαστεί. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι υπό τέτοιες συνθήκες χάους στο διεθνές σύστημα, κάθε αναθεωρητική δύναμη θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί την κατάσταση για να επιτύχει τους σκοπούς της και η Τουρκία είναι μία από αυτές.





[1] Στην Κίνα οι εναλλαγές στην εξουσία γίνονται με βάση την ηλικία και με βάση αυτό, πολλοί αναλυτές χρησιμοποιούν τον όρο Γενεά. Η 4η γενεά ανέλαβε το 2002 και παρέδωσε το 2012.
[2] Αξίζει να σημειωθεί ότι η μεγάλης σημασίας Αμερικανική Βάση του Γκουάμ στον Ειρηνικό απέχει 2000 ν.μ. από την Κίνα και επομένως πρέπει να θεωρείται ότι απειλείται από αυτά τα συστήματα (Εικόνα 1).
[3] Ο ΛΑΣ εισέβαλε στο Βιετνάμ το 1979 σε μια προσπάθεια να στηρίξει το καθεστώς της Καμπότζης που δέχονταν επίθεση από τις Ε.Δ. του Βιετνάμ. Η επιχείρηση κατέληξε σε αποτυχία. Για περισσότερες πληροφορίες, “China's War with Vietnam”, King CChenHoover Institution Press, 1987.
[4] «Αιώνας της Ταπείνωσης» ονομάστηκε η περίοδος από το 1839 έως το 1949, όταν η Κίνα γνώρισε διαδοχικές ήττες και βρέθηκε υποταγμένη σε δυνάμεις της Δύσης και την Ιαπωνία.
[5] Για μια λεπτομερέστερη ανάλυση της φινλανδοποίησης της Ιαπωνίας, Πραγματεία ΣΔΙΕΠ/ΠΑ, «Air Sea Battle”, Επγός (Ι) Αθανάσιος Γκιολές, 2013.
[6] Κυρίως μέσω των Βάσεων της US PACIFIC COMMAND (USPACOM).
[7] Η USPACOM είναι η μεγαλύτερη Διοίκηση δυνάμεων των ΗΠΑ και καλύπτει μια τεράστια περιοχή του πλανήτη.
[8] Η Κίνα έχει επιδείξει δυνατότητα καταστροφής δορυφόρων από το 2007.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου